- παραστέκω
- παραστέκομαι και παραστέκω, παραστάθηκα βλ. πίν. 207
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραστέκω — και παραστέκομαι παραστάθηκα, στέκομαι κοντά σε κάποιον για να τον βοηθήσω, βοηθώ, προστατεύω, περιποιούμαι: Μια ψυχούλα αθώρητη παντού σε παραστέκει (Παλαμάς). – Τη θυγατέρα του Διός που παραστέκω πάντα (μετ. Οδύσσεια, Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραστέκω — και παραστέκομαι (ενεργ. και μέσ.) 1. στέκομαι κοντά σε κάποιον για να τόν υπερασπίζω ή ως ακόλουθός του, είμαι παραστάτης κάποιου («τον Άριστον ο μπάρμπας δεν αφήνει / άλλον να τού παρασταθεί», Ερωτόκρ.) 2. συντρέχω, βοηθώ, παρέχω συνδρομή σε… … Dictionary of Greek
άζος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ιδρυτής της φρυγικής πόλης Αζείας, κοντά στην Τροία. Ο Ά. έφερε στους Τρώες το Παλλάδιον, ξύλινο ομοίωμα της Παλλάδας, που είχε την ιδιότητα να προστατεύει την πόλη από τους εχθρούς της. Αργότερα, οι κάτοικοι της πόλης… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραστήκω — ΜΑ παραστέκω, παραστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στήκω* «στέκομαι»] … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
πατρομανώ — βοηθώ, προστατεύω, κηδεμονεύω κάποιον, παραστέκω σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μανώ*] … Dictionary of Greek
συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… … Dictionary of Greek
συμπαρίσταμαι — ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α [παρίστημι/ παριστάνω] παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τόν υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τόν βοηθώ αρχ. 1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον 2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον … Dictionary of Greek
συμπαραστέκομαι — και, σπαν. το ενεργ. συμπαραστέκω Ν [παραστέκω, ομαι] συμπαρίσταμαι … Dictionary of Greek